Η αμβλυωπία που συχνά αναφέρεται και ως «τεμπέλικο μάτι» και αποτελεί την αιτία εξαιτίας της οποίας τα παιδιά χάνουν περισσότερη όραση απ’ ότι απ’ όλες τις υπόλοιπες οφθαλμολογικές ασθένειες της παιδικής ηλικίας μαζί!

Αμβλυωπία είναι η κατάσταση όπου για κάποιους λόγους (που αναλύονται παρακάτω) η λειτουργία της όρασης δεν αναπτύχθηκε φυσιολογικά.

Η δυσλειτουργία αυτή συνήθως αφορά τα οπτικά ερεθίσματα από τον ένα οφθαλμό. Αν τα πρώτα χρόνια της ζωής ο εγκέφαλος δεν λαμβάνει καθαρές οπτικές εικόνες από το ένα μάτι ώστε να μάθει να τις αποκρυπτογραφεί/ αναλύει/ μεταφράζει σε «οπτική» πληροφορία, τότε δε θα μπορέσει ποτέ αργότερα να αναλάβει το δύσκολο αυτό έργο, ακόμα και αν τα οπτικά ερεθίσματα από το μάτι αυτό γίνουν πεντακάθαρα.

Αν δεν ανακαλυφθεί σε μικρή παιδική ηλικία η αμβλυωπία γενικά δεν μπορεί να θεραπευτεί.

Υπάρχουν 3 βασικές αιτίες βλάβης στο μάτι που προκαλούν την αμβλυωπία.

  1. Ο στραβισμός (κακή ευθυγράμμιση των ματιών)
  2. Η εξ’ ανοψίας που οφείλεται σε αποστέρηση της οπτικής πληροφορίας μπορεί να προσβάλει και τα δύο μάτια (πχ καταρράκτης)
  3. Η διαθλαστική αμβλυωπία που οφείλεται σε πολύ υψηλά ή και διαφορετικά διαθλαστικά σφάλματα (μυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμό) ανάμεσα στα δύο μάτια.

Η αποτελεσματική θεραπεία της αμβλυωπίας είναι η έγκαιρη θεραπεία, δηλαδή η θεραπεία που θα γίνει τα πρώτα χρόνια της ζωής και αμέσως μετά την διάγνωσή της από ειδικευμένο οφθαλμίατρο.

Πιστοποιημένη θεραπεία αποτελεί η επικάλυψη του καλύτερου ματιού συνήθως στην περίπτωση της στραβισμικής αμβλυωπίας αλλά όχι μόνο.

Η απόφαση να γίνει επικάλυψη στο καλό μάτι πρέπει να παίρνεται από τον οφθαλμίατρο με στόχο την εκγύμναση ολόκληρου του οπτικού συστήματος και βελτίωση της οπτικής οξύτητας του οφθαλμού ανεξάρτητα από την ύπαρξη στραβισμού η όχι. Απαραίτητη προυπόθεση είναι η συνεχής παρακολούθηση από τον ειδικευμένο οφθαλμίατρο για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητάς της και την αποφυγή ανάπτυξης αμβλυωπίας στον επικρατή φυσιολογικό οφθαλμό. Η θεραπεία της αμβλυωπίας προϋποθέτει την προσαρμοστικότητα του οπτικού συστήματος. Όταν ο εγκέφαλος «ωριμάσει» δεν ανταποκρίνεται ικανοποιητικά στην θεραπεία.

Η ηλικία που πρέπει να έχει ολοκληρωθεί η θεραπεία είναι τα 8-9 χρόνια. Παρόλα αυτά η πιο πρόσφατη μεγάλη έρευνα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Υγείας (ΝΙΗ) έδειξε ότι τουλάχιστον μερικοί από τους ασθενείς ως 17 ετών ανταποκρίνονται σε θεραπεία με επικάλυψη. Η θεραπεία πρέπει να εξατομικεύεται σε κάθε περίπτωση.

Σύγχρονες μελέτες έχουν δώσει σαφείς κατευθυντήριες γραμμές στον οφθαλμίατρο για την διάρκεια και την συχνότητα της κάλυψης ανάλογα με την ηλικία και το μέγεθος του προβλήματος της αμβλυωπίας. Δύο ώρες επικάλυψης της ημέρα έχουν αποδειχθεί αρκετές εάν και εφόσον η αμβλυωπία δεν είναι πολύ μεγάλη και η ηλικία του ασθενούς μεταξύ 3 και 7 ετών.

Απόλυτη προϋπόθεση είναι η ενεργή εκγύμναση του οπτικού συστήματος τις ώρες αυτές (ζωγραφική, παιχνίδι, διάβασμα κλπ). Η αποκατάσταση της όρασης σε 10/10 δεν είναι πάντα εφικτή στην θεραπεία της αμβλυωπίας. Γενικά η θεραπεία πρέπει να συνεχίζεται όσο είναι αποτελεσματική.

Αυτό συνήθως προϋποθέτει την χρήση επικάλυψης αρκετών μηνών και συνεχούς προσπάθειας εκ μέρους των γονιών. Σε περιπτώσεις κακής συνεργασίας του μικρού παιδιού συστήνουμε την παροδική διακοπή της θεραπείας που συχνά επιτρέπει το παιδί αργότερα να συνεργαστεί πολύ καλύτερα.